καννίβαλος

καννίβαλος
ο
βλ. κανίβαλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κανίβαλος — και καννίβαλος, ο 1. ανθρωποφάγος 2. μτφ. θηριώδης, άγριος, απάνθρωπος, ωμός, αγριάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cannibale < ισπ. canibal ή caribal < αραουακικό caniba ή carib «γενναίος, δυνατός άνδρας» (γλώσσα τών ιθαγενών τών Αντιλών)] …   Dictionary of Greek

  • κανιβαλικός — και καννιβαλικός, ή, ό [καννίβαλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή ταιριάζει στους κανιβάλους, θηριώδης, άγριος. επίρρ... καν(ν)ιβαλικά και ώς με κανιβαλικό, με θηριώδη τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”